σταθερώνω

σταθερώνω
σταθερῶ, -όω ΝΜ [σταθερός]
καθιστώ σταθερό κάτι, σταθεροποιώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταθέρωμα — το, Ν [σταθερώνω] σταθεροποίηση …   Dictionary of Greek

  • σταθερωτήρας — ο, Ν ναυτ. γυροσκοπικός μηχανισμός στο κύτος τού πλοίου που ενεργεί σε δύο πλατιά εξέχοντα πτερύγια ώστε να περιορίζονται οι κλίσεις τού πλοίου κατά τους διατοιχισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταθερώνω + επίθημα τήρας (πρβλ. σιγασ τήρας)] …   Dictionary of Greek

  • σταθερώ — όω, Μ βλ. σταθερώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”